εκβλάστημα

εκβλάστημα
τό
1) росток, побег; 2) отпрыск, потомок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εκβλάστημα" в других словарях:

  • ἐκβλάστημα — new shoot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκβλάστημα — το (AM ἐκβλάστημα) νέος βλαστός, βλαστάρι …   Dictionary of Greek

  • ἐκβλαστήματα — ἐκβλάστημα new shoot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκφυμα — το (AM ἔκφυμα) ιατρ. εξάνθημα, απόστημα αρχ. εκβλάστημα …   Dictionary of Greek

  • σαρκίο — το / σαρκίον, ΝΑ [σάρξ, σαρκός] μικρό τεμάχιο σάρκας, σαρκίδιο νεοελλ. 1. (με ειρωνική σημ.) το τομάρι, η υλική υπόσταση τού ανθρώπου (α. «τρέμει για το σαρκίο του» είναι δειλός β. «μόνον για το σαρκίο του φροντίζει» είναι κοιλιόδουλος, υλιστής,… …   Dictionary of Greek

  • στατοβλάστη — η, Ν ζωολ. χειμερινό εκβλάστημα με προστατευτικό επιδερμίδιο τών βρυοζώων τού γλυκού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. statoblast (< στατός + βλάστη)] …   Dictionary of Greek

  • ԱՐՏԱԲՈՅՍ — (բուսոյ.) NBH 1 0376 Chronological Sequence: 6c գ. ἑκβλάστημα germen Բոյս արտաքս ելեալ. ընձիւղ. բողբոջ. ծնունդ վերաբուսեալ. *Վայրի դալարին (է իմանալին՝) արտաբոյս մտացն. իսկ խոտն՝ զգալին, անասո՛ւն հոգւոյն եւ այս բոյս է. Փիլ. այլաբ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»